Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Greek
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
<<
>>
Terms for subject
General
(34563 entries)
leakage path
οδός διαρροής
leaking cylinder
κύλινδρος που παρουσιάζει διαρροή
leaktightness
στεγανή σύσφιξη
lean
γέρνω
lean-burn engine
κινητήρας φτωχού μίγματος
leap
αναπηδώ
leap
άλμα
leapfrog method
κατάσβεσις διά της μεθόδου της προσπεράσεως
learn
μαθαίνω
learning
μάθηση
learning provider
πάροχος μάθησης
learning voucher
κουπόνι μάθησης
lease
εκμίσθωση
least
ελάχιστα
least
τουλάχιστον
least developed, landlocked and island countries
λιγότερο αναπτυγμένα, μεσόγεια και νησιωτικά κράτη
least urbanized regions
περιφέρεια με έντονα αγροτικό χαρακτήρα
least-favoured regions
οι πλέον μειονεκτικές περιοχές
leave
αναθέτω
leave
εγκαταλείπω
Get short URL